- χαμόσπιτο
- το см. χαμόγειο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαμόσπιτο — το χαμόγειο, χαμοκέλα: Θα φύγουμε από το χαμόσπιτο αυτό και θα πάμε σε διαμέρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμόσπιτο — το, Ν χαμηλό και φτωχικό σπιτάκι, χαμοκέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + σπίτι] … Dictionary of Greek
οικημάτιον — οἰκημάτιον, τὸ (Α) [οίκημα] 1. μικρή κατοικία, μικρό δωμάτιο, καμαρούλα 2. χαμόσπιτο … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμοκέλα — η, Ν χαμόσπιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + κελί] … Dictionary of Greek
χαμόγι — και χαμόι και χαμόγειο, το, Ν χαμόσπιτο, χαμοκέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γαία / γη, μέσω ενός αμάρτυρου μτγν. επιθ. *χαμαίγαιος, κατ επίδραση τών σύνθ. με α συνθετικό χαμο (πρβλ. ανώ[γ]ι: ανώγειο: ανώγαιον)] … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
χαμοκέλα — η χαμόγειο, άθλιο χαμόσπιτο: Τώρα έχουμε λεφτά και θα φύγουμε απ αυτή τη χαμοκέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμό- — και χαμο (από το επίρρ. χάμω, αρχαίο χαμαί), α’ συνθετ. ον. και ρημάτων που σημαίνει ότι το β’ συνθετικό είναι χαμηλό, βρίσκεται κάτω κτλ.: Xαμόμηλο, χαμόσπιτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμόγι — χαμόγι, το και χαμόι, το χαμόσπιτο, χαμοκέλα: Μένει σ ένα χαμόγι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)